- θεοξένιος
- θεοξένιος, ό (Α)1. επίθ. τού Απόλλωνος στην Πελλήνη2. ονομασία μήνα στους Δελφούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + ξένιος «προστάτης τής φιλοξενίας» (< ξένος «φιλοξενούμενος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Θεοξενίου — Θεοξένιος festival in honour of Apollo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοξενίου — θεοξένιος festival in honour of Apollo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεοξενίων — Θεοξένιος festival in honour of Apollo masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Theoxenivs — THEOXENIVS, i, Gr. Θεοξένιος, ου, ein Beynamen des Apollo, der zu Pellene, in Achaia, seinen berühmten Tempel hatte, woselbst ihm auch zu Ehren die Theoxenien gefeyret wurden. Pausan. Ach. c. 27. p. 453. Es hatte ihm selbige bereits Kastor und… … Gründliches mythologisches Lexikon
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοξενίων — θεοξένια neut gen pl θεοξένιος festival in honour of Apollo masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)